Κυριακή, 14 Απρίλιος 2013
Αυτό προκύπτει από την ανάγνωση του - ιστορικής αξίας και μόνον εγγράφου- (υπ’ αριθμ. 1029/8/12-γ) του αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., το οποίο κοινοποιήθηκε προχθές στους συνδικαλιστές της αστυνομίας, με την επισήμανση ότι υπάρχει σχετική γνωμοδότηση της Α Τακτικής Ολομέλειας του ΝΣΚ, η οποία έγινε αποδεκτή από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Νίκο Δένδια, στις 7 Απριλίου 2013, και χρήζει άμεσης εφαρμογής από τη Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού...
Το αρχηγείο είχε απευθυνθεί στο ΝΣΚ μετά το συλλαλητήριο περίπου 5.000 αστυνομικών, λιμενικών και πυροσβεστών, πέρυσι το Σεπτέμβριο, ενάντια στις νέες μισθολογικές περικοπές. Το αρχηγείο ζητούσε απαντήσεις σε δυο ερωτήματα: αν φέρουν νομίμως τη στολή τους οι αστυνομικοί που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις και σε αρνητική περίπτωση αν τούτο αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Η Α’ Τακτική Ολομέλεια του ΝΣΚ αποφάνθηκε, κατά πλειοψηφία, για μεν το πρώτο ερώτημα ότι «οι αστυνομικοί φέρουν στολή μη νομίμως για την προβολή επαγγελματικών διεκδικήσεων» ενώ για το δεύτερο ερώτημα αποφάνθηκε ότι «δεν έχει αρμοδιότητα προς παροχή γνώμης».
Η όλη διαδικασία προκαλεί εύλογα ερωτηματικά στους συνδικαλιστές των σωμάτων ασφαλείας, καθώς - όπως σημειώνουν- αντί να δοθούν από την κυβέρνηση ουσιώδεις απαντήσεις στα οξυμμένα προβλήματα των ενστόλων, δρομολογούνται διώξεις, εκτοξεύονται απειλές και γίνονται ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις στη συνδικαλιστική τους λειτουργία. Σημειώνουν δε ότι -πέρα από την τυπική διαδικασία των ενδίκων μέσων για την προσβολή της γνωμοδότησης- σημασία έχει η αγωνιστική απάντηση στις όποιες απαξιωτικές αποφάσεις των κυβερνώντων.
Το σκεπτικό
Οι πλειοψηφίσαντες (12) νομικοί σύμβουλοι ασπάστηκαν κυρίως τα επιχειρήματα της ηγεσίας της Αστυνομίας ότι δηλαδή η συμμετοχή ενστόλων στις διαδηλώσεις (με πανό στα χέρια, κάποιοι χωρίς πηλήκια, άλλοι με τσάντες, αδιάβροχα κ.λπ.) προκαλεί δυσμενείς εντυπώσεις στους υπόλοιπους πολίτες, ενώ θέτει και «σε σοβαρό κίνδυνο τη διαφύλαξη της έννομης τάξης», λόγω «αναπόφευκτης σύγχυσης των συγκεντρωμένων με έτερους εν υπηρεσία συναδέλφους τους».
Κατά τη γνώμη –αντιθέτως- της μειοψηφίας (9 ψήφοι), το γεγονός ότι ο νομοθέτης ουδέποτε έχει θεσπίσει ρητή και συγκεκριμένη απαγόρευση ως προς το ζήτημα αυτό, μολονότι γνωρίζει ότι είναι προ πολλού επιτρεπτή η ελεύθερη άσκηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στους αστυνομικούς υπαλλήλους, οδηγεί στην παραδοχή ότι οι αστυνομικοί που φέρουν στολή κατά τις κινητοποιήσεις τους δεν διατελούν εν παρανομία. Εξάλλου, ο νομοθέτης -όπου ηθέλησε- κατέγραψε λεπτομερώς τις συμπεριφορές που θεώρησε ως απαγορευμένες, αποφεύγοντας «να συμπεριλάβει και την αμφίεση αυτών κατά τις ως άνω κινητοποιήσεις». Επισημαίνουν, δε, μεταξύ άλλων, ότι «όπως άλλωστε γίνεται δεκτό στη θεωρία (...) στολές και άλλα διακριτικά σήματα που φέρουν οι συναθροιζόμενοι είναι ασυμβίβαστα με την έννοια της «ήσυχης» συνάθροισης, μόνο αν είναι σύμβολα και διεγερτικά βίας π.χ. φασιστικές στολές κ.λπ.». Εν τέλει, «αντίθετη παραδοχή θα αποτελούσε συμπέρασμα εξ υποκειμενικών κρίσεων, ανάλογα με κοινωνικές, ιδεολογικές και αισθητικές αναφορές του εκάστοτε κρίνοντος οργάνου και όχι, ως ενδείκνυται, κρίση ερειδόμενη επί ρητώς προβλεπομένης αντικειμενικής υπόστασης συγκεκριμένου αδικήματος ή παραπτώματος».
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Επενδυτής)